ισοπέδωμα

ισοπέδωμα
το, -ατος
1. μετατροπή μιας ανώμαλης επιφάνειας σε ομαλή: Ισοπέδωμα του οικοπέδου.
2. κατάργηση των διαφορών και των διακρίσεων, εξίσωση: Ισοπέδωμα όλων των πολιτών.
3. μτφ., καταστροφή: Ισοπέδωμα του σπιτιού.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ισοπέδωμα — το [ισοπεδώνω] ισοπέδωση* …   Dictionary of Greek

  • ισοπέδωση — η 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ισοπεδώνω, εξομάλυνση επιφάνειας, ισοπέδωμα, επιπέδωση, ίσιωμα επιφάνειας 2. μτφ. 1. κατάργηση κοινωνικών διαφορών και διακρίσεων, κοινωνική εξίσωση, εξομοίωση 2. κατεδάφιση, γκρέμισμα, καταστροφή. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • εξίσωση — η 1. το να είναι ή να γίνεται κάτι ίσο με κάτι άλλο, ίσωση, ισοπέδωμα. 2. (μαθ.), ισότητα μεταξύ δύο μεταβλητών ποσών, που ισχύει μόνο αν δοθούν οι κατάλληλες τιμές σε ορισμένες ποσότητες (ή «άγνωστους») που περιέχονται σ αυτή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ισοπέδωση — η ισοπέδωμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”