- ισοπέδωμα
- το, -ατος1. μετατροπή μιας ανώμαλης επιφάνειας σε ομαλή: Ισοπέδωμα του οικοπέδου.2. κατάργηση των διαφορών και των διακρίσεων, εξίσωση: Ισοπέδωμα όλων των πολιτών.3. μτφ., καταστροφή: Ισοπέδωμα του σπιτιού.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.